φυλάχτρα

φυλάχτρα
η, Ν
η θέση στην οποία παραφυλάει, παραμονεύει κάποιος, ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλάσσω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυλάχτρα — η θέση όπου ενεδρεύει κανείς, καρτέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”